- μπουγαδιάζω
- κάνω μπουγάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπουγαδιάζω — [μπουγάδα] πλένω ρούχα, κάνω μπουγάδα … Dictionary of Greek
αλισιβιάζω — περιχύνω, πλένω τα ρούχα τής μπουγάδας με αλισίβα, μπουγαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλισίβα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλισίβιασμα] … Dictionary of Greek
αμπουγάδιαστος — –η, ο (για ρούχα) [μπουγαδιάζω] 1. αυτός που δεν μπουγαδιάστηκε, δεν περιχύθηκε με αλισίβα 2. άπλυτος … Dictionary of Greek
μπουγάδιασμα — το [μπουγαδιάζω] το πλύσιμο ρούχων, η μπουγάδα … Dictionary of Greek